- Ἀρκεσιλάου
- Ἀρκεσίλαοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… … Dictionary of Greek
Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση … Dictionary of Greek
πανάρετος — I Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του. II Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων. 1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης… … Dictionary of Greek
περίδειπνον — τὸ, Α 1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους τού νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά 2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» τίτλος έργου τού Τίμωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεῖπνον (πρβλ. επί δειπνον)] … Dictionary of Greek
πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει … Dictionary of Greek
Δημοφάνης — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από τη Μεγαλόπολη και ήταν σύγχρονος του τυράννου Αριστοδήμου. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου και δάσκαλος του Φιλοποίμενα. Συνέβαλε με την πολιτική δραστηριότητά του στην έξωση του Αριστοδήμου … Dictionary of Greek
Ερυξώ — (6ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του Αρκεσίλαου B’, βασιλιά της Κυρήνης, που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, Λέαρχο, το 560 π.Χ. Στο έργο του Γυναικών αρεταί, ο Πλούταρχος εγκωμιάζει τη φρόνησή της, αναφέροντας πως η Ε. εκδικήθηκε τον φόνο του συζύγου… … Dictionary of Greek
Κλεοχάρης — (3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ελάχιστα αποσπάσματα από τους λόγους του έχουν διασωθεί. Υπήρξε φίλος του φιλοσόφου Αρκεσίλαου και του ρήτορα Δημοχάρη … Dictionary of Greek
Κυρήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Από αυτήν προέρχεται η ονομασία της πόλης της Λιβύης. Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ήταν κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα της στα δάση του Πηλίου. Ο Απόλλων την είδε μια μέρα να… … Dictionary of Greek